- βαφῶν
- βαφήdippingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… … Dictionary of Greek
μίνιο — και μίνυο, το (Α μίνιον) νεοελλ. (χημ. τεχνολ.) 1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική … Dictionary of Greek
μερκαπτοαιθανόλη — η χημ. θειούχα οργανική ένωση που χρησιμοποιείται ως διαλύτης χρωμάτων και βαφών και ως πρώτη ύλη για την παρασκευή χρωμάτων, φαρμακευτικών προϊόντων, εντομοκτόνων, πλαστικοποιητών κ.ά. προϊόντων τής οργανικής χημικής βιομηχανίας … Dictionary of Greek
μπατίκ — Τεχνική που μεταχειρίζονται στην Ιάβα για να βάφουν βαμβακερά υφάσματα με χρωματιστά σχέδια. Με ένα μικρό εργαλείο που αποκαλείται τζάντινγκ, απλώνεται στο ύφασμα ένα στρώμα υγρού κεριού στο τμήμα που αντιστοιχεί προς το σχέδιο το οποίο πρόκειται … Dictionary of Greek
νατριμίδιο — το χημ. αμίδιο τού νατρίου που είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό με οσμή αμμωνίας και χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία χρωμάτων και βαφών … Dictionary of Greek
πολυακρυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών μακρομοριακών υλών που λαμβάνονται κατά τον πολυμερισμό τού ακρυλικού και τού μεθακρυλικού οξέος και τών παραγώγων τους 2. φρ. α) «πολυακρυλικό οξύ» χημ. πολυμερές τού ακρυλικού οξέος που ανήκει στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
πολυβινυλαιθέρας — ο, Ν συν. στον πληθ. οι πολυβινυλαιθέρες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία συνθετικών πολυμερών που ανήκουν στις ενώσεις τού βινυλίου, έχουν τη μορφή ελαίων, κηρωδών ή πλαστικών ουσιών και χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρασκευή βερνικιών και… … Dictionary of Greek
πολυβινυλικός — ή, ό, Ν χημ. 1. συνοπτικός χαρακτηρισμός τών πολυμερών παραγώγων τού βινυλίου 2. φρ. α) «πολυβινυλικές ακετάλες» συνοπτική ονομασία μιας οικογένειας μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά την επίδραση αλδεϋδών στην πολυβινυλική αλκοόλη και… … Dictionary of Greek
ρεζόλες — οι, Ν χημ. συνοπτική ονομασία φαινοπλαστικών ρητινών που βρίσκουν πολυάριθμες εφαρμογές στις βιομηχανίες βερνικιών και βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. resol < resin (< λατ. resina < ῥητίνη) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας ol] … Dictionary of Greek